- ελγίνειος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ελγίνο (Th. Elgin)2. φρ. «ελγίνεια μάρμαρα» ή τα ελγίνειατα γλυπτά και άλλα έργα τέχνης που απέσπασε από τα μνημεία τής Ακροπόλεως τών Αθηνών κυρίως, αλλά και από άλλους αρχαιολογικούς χώρους, ο Ελγίνος στις αρχές τού 19ου αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.